-
1 σεσωφρονισμένως
σεσωφρονισμένως, adv. part. perf. pass. von σωφρονίζω, mäßig, bescheiden, καὶ ἡσύχως, Aesch. Suppl. 705.
-
2 ἥσυχος
ἥσυχος, ον (ἧμαι? nach Döderlein mit ἧκα, ἥσσων verwandt), ruh ig, still, ungestört, sorglos; ἥσυχοι ἔργα νέμοντο Hes. O. 119; ὄμματος παρ' ἡσύχου Aesch. Suppl. 196; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει Ch. 445; ἥσυχος ϑακεῖ Soph. Ai. 318; ὥστε πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν in Ruhe, O. C. 82; Eur. ἥσυχον ϑάσσειν, μένειν, Hec. 35 Troad. 985; ἥσυχον ἐᾶν τινα, in Ruhe lassen, Ar. Vesp. 190; βίος Plat. Polit. 307 e; ἔχ' ἥσυχος, sei still, Ar. Plut. 127; vgl. Eur. Med. 550 Her. 8, 65; ἥσυχον παρελαύνειν, ruhig, langsam vorbereiten, Xen. Cyr. 5, 3, 55. – Comparat. (von ἡσυχαῖος entlehnt) ἡσυχαίτερος, Aesch. Eum. 214; ἡσυχαίτερα χαλεπά, gelindere Uebel, Thuc. 3, 82; Plat. Phil. 24 c; ἡσυχαίτεροι διεφοίτων, langsamer, Xen. Cyr. 6, 2, 12; die von Thom. Hag. verworfene Form ἡσυχώτερος hat Soph. Ant. 1076, wie ἡσυχώτατος Plat. Charm. 160 a. Beim Schol. Lycophr. 3 ἡσυχεστάτη. – Adv. ἡσύχως, Aesch. καὶ σεσωφρονισμένως, Suppl. 705; ἔχειν Eur. Suppl. 315; ὡς ἡσυχαίτατα, Ggstz von ὡς τάχιστα, Plat. Charm. 160 a.
См. также в других словарях:
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ВСЕНОЩНОЕ БДЕНИЕ — [церковнослав. ; греч. ἀγρυπνία, παννυχίς; лат. vigilia], в широком смысле слова аскетическая практика, состоящая в отказе от сна и продолжительном молитвословии в ночное время суток; в богослужении правосл. Церкви особый комплекс служб суточного … Православная энциклопедия
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
θελεμός — ό (Α θελεμός, όν) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο θελεμός θέληση, βούληση («θελεμός τ αφέντη στραβός ο τοίχος» η θέληση τού αφέντη εκτελείται ακόμη κι αν είναι παράλογη, παροιμ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει μόνος του, με τη θέλησή του 2. ήρεμος, ήσυχος.… … Dictionary of Greek